μετακοσμεῖν

μετακοσμεῖν
μετακοσμέω
rearrange
pres inf act (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μετακοσμώ — μετακοσμῶ, έω (Α) μεταβάλλω μια διακόσμηση ή τάξη ή κατάσταση, μεταρρυθμίζω (α. «οὕτως μετακοσμεῑται πρὸς τὸ φῶς ἡ πτέρωσις», Λουκιαν. β. μτφ. «μετακοσμεῑν τινας ἐπὶ τὸ βέλτιον», Ιωσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + κοσμῶ «στολίζω» (< κόσμος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”